σκευᾶς

σκευᾶς
σκευᾶ̱ς , σκευάζω
prepare
fut ind act 2nd sg (doric)
σκευή
equipment
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκευάς — ᾱ, ὁ, Α (για τους ξιφομάχους που αγωνίζονταν με το αριστερό χέρι) αριστερόχειρας, ζερβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scaeva «αριστερόχειρας» (βλ. και λ. σκαιός)] …   Dictionary of Greek

  • σκευάς — σκευά̱ς , σκευή equipment fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκευάς, Δημήτριος — Αγωνιστής από τη Χασιά, γνωστός και ως Χασιώτης. Πήρε μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης. Έπεσε στις 18 Απριλίου 1822 …   Dictionary of Greek

  • σκευή — η, ΝΜΑ 1. εξάρτυση στρατιώτη, οπλισμός στρατιώτη (α. «σκευῇ ψιλῇ χρώμενον οὐ χαλεπὸν ἀπέφαινον», Θουκ. β. «ἡ σκευὴ τῶν ὅπλών», Θουκ.) 2. ιπποσκευή («ἱππέας πεντήκοντα καὶ διακοσίους ἄνευ τῶν ἵππων μετὰ σκευῆς», Θουκ.) νεοελλ. στρ. το σύνολο τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”